- επαγόρευσις
- ἐπαγόρευσις, η (Α)επικήδειος ή επιτάφιος λόγος («φιλεῑ μὴ δέχεσθαι μῆκος ἤ τοιάδε ἐπαγόρευσις», Θεμίστ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπαγόρευσις — funeral oration fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)